Ἄκρατε

Ἄκρατε
Ἄκρατος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄκρατε — ἄκρᾱτε , ἄκρατος unmixed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλιούσσα — Μικρό νησί στον Αργολικό κόλπο που αναφέρεται και από τον Παυσανία: «Από δε Σκυλλαίου πλέοντι ως επί την πόλιν άκρατε εστίν ετέρα Βουκεφάλα και μετά την άκραν νήσοι, πρώτη μεν Αλιούσσα· παρέχεται δε αύτη λιμένα ενορμίσασθαι ναυσίν επιτήδειον·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”